φτειάνω

φτειάνω
Ν
βλ. φτειάχνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ευθειάζω — (Μ εὐθειάζω) κάνω κάτι ίσιο, ευθύ, τό ισιώνω μσν. 1. ετοιμάζω, παρασκευάζω 2. τακτοποιώ 3. επιδιορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθεία, θηλ. τού ευθύς. Το ρ. ευθειάζω κατέληξε στο νεοελλ. φτειάχνω: ευθειάζω > *φθειάζω με σίγηση τού αρχικού προτονικού… …   Dictionary of Greek

  • φτ(ε)ιάση — η, Ν φτ(ε)ιάσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτειασ τού αορ. έ φτειασ α τού φτειάνω / φτειάχνω + κατάλ. η (πρβλ. βράσ η)] …   Dictionary of Greek

  • φτ(ε)ιάσιμο — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φτ(ε)ιάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτειασ τού αορ. έ φτειασ α τού φτειάνω + κατάλ. ιμο (πρβλ. ψήσ ιμο)] …   Dictionary of Greek

  • φτ(ε)ιάχνω — φτιάχνω, ΝΜ, και φτ(ε)ιάνω και φκιά(χ)νω και φχιάνω και φιάχνω Ν κατασκευάζω, παρασκευάζω, δημιουργώ (α. «φτειάχνω σπίτι» β. «φτειάξε μου έναν καφέ» γ. «ἄπελθε φτιάσε τὸ θερμόν, δὸς νῆμα τοῖς πατράσιν», Πρόδρ.) νεοελλ. 1. τακτοποιώ, σιάζω,… …   Dictionary of Greek

  • φτ(ε)ιασιά — η, Ν φτ(ε)ιάσιμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτειασ τού αορ. έ φτειασ α τού ρ. φτειάνω / φτειάχνω + κατάλ. ιά (πρβλ. βρισ ιά)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”